ξυνέβη

ξυνέβη
συμβαίνω
stand with the feet together
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολλαχόθεν — ΝΜΑ επίρρ. από πολλά μέρη ή σημεία («πολλαχόθεν ὁμολογεῑται», Πλάτ.) αρχ. για πολλούς λόγους («πολλαχόθεν ξυνέβη... ἀναχωρῆσαι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο) τού πολύς* + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. ό θεν (πρβλ. αλλ αχ όθεν, ολιγ αχ …   Dictionary of Greek

  • τοιουτότροπος — ον, Α τέτοιος, τέτοιας λογής («εἴτε τι ἄλλο τοιουτότροπον ξυνέβη γενέσθαι», Θουκ.). επίρρ... τοιουτοτρόπως ΝΜΑ κατ αυτόν τον τρόπο, έτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιοῦτος + τρόπος (πρβλ. ἰδιό τροπος)] …   Dictionary of Greek

  • χολερικός — ή, ό / χολερικός, ή, όν, ΝΑ [χολέρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χολέρα (α. «χολερικά συμπτώματα» β. «ξυνέβη ἐμπεσεῑν εἰς πάθεα χολερικὰ ἐκ κρεηφαγίης», Ιπποκρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από χολέρα 3. ως ουσ. άτομο χολερικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”